πομπός

πομπός
ο, ΝΑ
συνοδός, οδηγός
νεοελλ.
1. αυτός που στέλνει, που αποστέλλει κάτι
2. σύνολο ηλεκτρονικών συσκευών και διατάξεων με τις οποίες αφ' ενός μεν μετατρέπονται ακουστικά, οπτικά και κωδικοποιημένα σήματα σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα υψηλής συχνότητας, αφ' ετέρου δε τα διαμορφωμένα αυτά κύματα εκπέμπονται χωρίς τη μεσολάβηση καλωδίων προς όλες ή προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις στον χώρο, και που ανάλογα με την αποστολή τους διαρκίνονται σε ραδιοφωνικούς, ραδιοτηλεφωνικούς, τηλεοπτικούς, ραδιοτηλεγραφικούς, κατεύθυνσης βλημάτων, ανάλογα με τις χρησιμοποιούμενες συχνότητες εκπομπής χαρακτηρίζονται ως πομποί υπερβραχέων, βραχέων, μεσαίων και μακρών κυμάτων, ανάλογα με τον τρόπο διαμόρφωσης τού εκπεμπόμενου ηλεκτρομαγνητικού κύματος διακρίνονται σε πομπούς διαμόρφωσης πλάτους ή πομπούς διαμόρφωσης συχνοτήτων, ενώ, καταχρηστικά, μερικές φορές χαρακτηρίζονται ως πομποί και οι ενσύμαρτες ηλεκτροακουστικές διατάξεις με τις οποίες μεταβιβάζονται σήματα ή τηλεγραφήματα, όπως συμβαίνει με την ενσύρματη τηλεφωνία και τηλεγραφία
3. (στα τηλεπαθητικά πειράματα) άτομο που θεωρείται ότι μεταβιβάζει τη σκέψη του
αρχ.
1. (ως προσωνυμία τού θεού Ερμού) αυτός που οδηγεί τις ψυχές τών νεκρών στον Άδη, ψυχοπομπός
2. φορέας, αυτός που κομίζει κάποιον
3. αυτός που στέλνεται σε κάποιον, άγγελος, αγγελιαφόρος
4. (ως θηλ.) ἡ πομπός
προπέμπουσα, οδηγήτρια
5. πληθ. οἱ πομποί
ακόλουθοι, φρουροί, σωματοφύλακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. πέμπω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πομπός — conductor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόμπος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπός — ο 1. συνοδός. 2. συσκευή που μετατρέπει ακουστικά, οπτικά κ.ά. σήματα σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα και τα εκπέμπει προς διάφορες κατευθύνσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πομποῖς — πομπός conductor masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομποῖσι — πομπός conductor masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομποῖσιν — πομπός conductor masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομποί — πομπός conductor masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομποῦ — πομπός conductor masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπούς — πομπός conductor masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπῷ — πομπός conductor masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”